- κάχρυς
- κάχρυςparched barleyfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάχρυς — κάχρυς, ος, ἡ (Α) 1. το καρβουντισμένο κριθάρι 2. τα εξωτερικά περιβλήματα καρπών 3. (για φυτό) α) κάλυκας β) βλαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάχρυς, όπως και το κάχρυ, συνδέεται πιθ. με κέγχρος*. Η υπόθεση κατά την οποία συνδέονται με τη λ. κάγκονος… … Dictionary of Greek
καχρύων — κάχρυς parched barley fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάχρυ — κάχρυς parched barley fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάχρυας — κάχρυς parched barley fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάχρυες — κάχρυς parched barley fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάχρυι — κάχρυς parched barley fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάχρυος — κάχρυς parched barley fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CACHRYS — Graece κάχρυς, proprie granum hordei est; Hinc apud Comicum καχρυδίων πεφρυγ μεν´ων, hordeô frictoô. Et καχρυδίας ἄρτος, panis hordeaceus: apud Aristophanem in Nubibus, Α᾿δεῖν τε πίνοντ᾿ ὡσπερεὶ κάχρυς γυναῖκ᾿ ἀλοῦσαν. Ubi κάχρυς sunt κρι1αὶ. Cum … Hofmann J. Lexicon universale
κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… … Dictionary of Greek
καχρυοφόρος — και καχρυφόρος ον (Α) αυτός που παράγει κάχρυς, καρπούς με σκληρά εξωτερικά περιβλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς, υος + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek